σκούδο

σκούδο
(I)
το, ΝΜ
ασπίδα, σκουτάρι («δίδουσι σημάδι εις τα τείχια, και τότε βγάνουσιν οι Τούρκοι από μέσα ένα σκούδο», Ερωφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scudo «ασπίδα»].
————————
(II)
και εσκούδος, το, Ν
1. νομισματική μονάδα τής Πορτογαλίας και τής Χιλής, υποδιαιρούμενη σε 100 σεντάβος
2. παλαιότερη νομισματική μονάδα στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Περού, στο Μεξικό κ.ά. χώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scudo / ισπ. escudo < πορτογ. escudo < λατ. scutum «ασπίδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εσκούδο — και σκούδο, το παλιότερη νομισματική μονάδα τής Ισπανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. escudo, λ. πορτογαλικής προελεύσεως)] …   Dictionary of Greek

  • πιστόλα — Παλαιό ισπανικό χρυσό νόμισμα, ίσο με διπλό σκούδο. Κυκλοφόρησε από τον 16o μέχρι τον 18o αι. Περιείχε 6,20 γραμμάρια χρυσού έως το 1786, οπότε το περιεχόμενό του σε καθαρό χρυσό περιορίστηκε σε 5,92 γραμμάρια. Τον 17o αι. η ονομασία π. δόθηκε σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”