- σκούδο
- (I)το, ΝΜασπίδα, σκουτάρι («δίδουσι σημάδι εις τα τείχια, και τότε βγάνουσιν οι Τούρκοι από μέσα ένα σκούδο», Ερωφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scudo «ασπίδα»].————————(II)και εσκούδος, το, Ν1. νομισματική μονάδα τής Πορτογαλίας και τής Χιλής, υποδιαιρούμενη σε 100 σεντάβος2. παλαιότερη νομισματική μονάδα στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Περού, στο Μεξικό κ.ά. χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scudo / ισπ. escudo < πορτογ. escudo < λατ. scutum «ασπίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.